-
1 ξυγκεραννυμι
(fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. συνεκρήθην, тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)1) подмешивать, примешивать(τέν ἡδονέν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.)
2) смешивать(τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; κρᾶσις ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὴ τῆς λυπης Plat.)
ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. — делать смесь из обоих элементов;τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. — смесь (различных) бедствий3) смешивать в надлежащем соотношении, т.е. строить соразмерно(τὸ σῶμα NT.)
4) ( о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключатьτέν πρός τινα φιλίαν συγκεράσασθαι Her. — завязать дружбу с кем-л.;τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. — входить в сношения со сверстниками;συγκρατεὴς δι΄ ἔρωτος πρός τινα Plut. — влюбленный в кого-л.;οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. — погруженный в скорбь;συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. — быть постигнутым бедой;συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT. — внушивший слушателям веру (в свои слова) -
2 συγκεραννυμι
(fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. συνεκρήθην, тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)1) подмешивать, примешивать(τέν ἡδονέν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.)
2) смешивать(τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; κρᾶσις ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὴ τῆς λυπης Plat.)
ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. — делать смесь из обоих элементов;τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. — смесь (различных) бедствий3) смешивать в надлежащем соотношении, т.е. строить соразмерно(τὸ σῶμα NT.)
4) ( о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключатьτέν πρός τινα φιλίαν συγκεράσασθαι Her. — завязать дружбу с кем-л.;τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. — входить в сношения со сверстниками;συγκρατεὴς δι΄ ἔρωτος πρός τινα Plut. — влюбленный в кого-л.;οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. — погруженный в скорбь;συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. — быть постигнутым бедой;συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT. — внушивший слушателям веру (в свои слова) -
3 συγκεράννυμι
Aσυγκρᾱθήσομαι E. Ion 406
: [tense] aor. 1 συνεκράθην [ᾱ], [dialect] Ion.- εκρήθην Hp.Vict.1.32
; also : [tense] pf. συγκέκρᾱμαι (v. infr.): —mix, blend with, πολλὰ [ἑνί] or εἰς ἕν, Id.Cra. 424d, Ti. 68d; λύπῃ τὴν ἡδονὴν ς. temper pleasure by a mixture of pain, Id.Phlb. 50a;τὸ πικρὸν μέλιτι AP12.154
(Mel.).2 mix together, commingle, ; τὸν πέμπτον [κύαθον] AP12.168 (Posidipp.);μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Anacreont.20.4
; ἐξ ἀμφοτέρων ς. make a mixture of both, Pl.R. 397c.II more freq. in [voice] Pass., to be mixed or blended with, coalesce, τινι Pl.Ti. 68c;πρὸς ἄλληλα Id.R. 618d
.2 to be commingled, blended, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη the old commingled woes, A.Ch. 744: c. dat., Call.Aet.3.1.75; παίδων ὅπως νῷν σπέρμα ς. E. l.c.;ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς.. ξυγκραθέν Th.6.18
; τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ς. Pl.Lg. 889c; ; ;παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη D.61.43
; συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, of the dog and fox, X.Cyn.3.1.3 of friendships, to be formed by close union,φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Hdt.4.152
:—[voice] Med., πρός τινα φιλίην συγκεράσασθαι form a close friendship with any one, Id.7.151, cf. D.H.6.7; so τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον (cj. Reiske for συγκεκυρημένον) Hdt.9.37.4 of persons, to be closely attached to, be close friends with,τοῖς ἡλικιώταις X.Cyr.1.4.1
.b to become closely acquainted with, become deeply involved in,συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant. 1311
(lyr.);πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ar.Pl. 853
; ; οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη deeply affected by.., Id.Aj. 895; for Tr. 662 (lyr.), v. πάγχριστος.5 of a wife,ἀξίοις γάμοις -κερασθεῖσα IG5(2).268.32
(Mantinea, i B.C.), cf. Plu.2.768b.III [voice] Med., mix with or for oneself,εἰς μίαν πάντα ἰδέαν Pl.Ti. 35a
, cf. 69d;σ. αἰσθήσεις νῷ Id.Lg. 961e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκεράννυμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский